- οχυροποιεομαι
- ὀχυροποιέομαιὀχῠρο-ποιέομαιукреплять
(τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀχυροποιησάμενοι — ὀχυροποιέομαι fasten aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοχυροποιεῖσθαι — κατά ὀχυροποιέομαι fasten pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)